φυκόστρωτος

φυκόστρωτος
-η, -ο, Ν
στρωμένος με φύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκος + -στρωτος (< στρωτός < στρώνω), πρβλ. πλακό-στρωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυκόστρωτος — η, ο αυτός που είναι στρωμένος με φύκια, ο σκεπασμένος από φύκια, ο γεμάτος φύκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”